Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

ΚΥΜΑΤΙΣΜΟΙ: Φραγκίσκος Καλαβάσης, "Η ποικιλία της επανάληψης" - Δώρα Παρδάλη-Σωτρίλλη, "Πνοές" - Μυρτώ Βαξεβάνη, "Πρακτικά έρωτος"

Φραγκίσκος Καλαβάσης: Η ποικιλία της επανάληψης, ποίηση, Gutenberg, Αθήνα 2015, σελ. 76.


     Δεν πέρασε καιρός από τότε που οι Έγχρωμες Σκιές (Gutenberg 2011) μας άνοιξαν τον δρόμο της ανάγνωσης-περιδιάβασης στην πρώτη ποιητική συλλογή του Φραγκίσκου Καλαβάση. Μαζί περπατήσαμε στην Οδό Εκείνης, κοντοσταθήκαμε στην Αρχή της αβεβαιότητας και αναζητήσαμε Το μέτρο της απώλειας. Η περιπλάνηση μας οδήγησε στην Ποικιλία της επανάληψης με προσδοκίες νέων αναμνήσεων. 
Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή -όπως και η προηγούμενη- μπορεί να ειδωθεί ως μια κίνηση ενάντια στην παραίτηση και τον εφησυχασμό, ενάντια σε κάθε προσπάθεια υποβιβασμού των σκέψεων, των αισθημάτων, των αισθήσεων, στο επίπεδο μιας πρακτικής απλούστευσης. Όπως γράφει ο Καλαβάσης στις Έγχρωμες Σκιές: «…μπορείς να ξεφύγεις από την πόλη με τις δικές σου διαδρομές». Και για όλα αυτά που νιώθουμε και θέλουμε να πούμε, η τέχνη μοιάζει να είναι ο δρόμος. Ίσως να είναι ο μόνος δρόμος. Η πρώτη του ποιητική συλλογή ήταν η αφετηρία, η αρχή του δρόμου. Κι εμείς καλούμαστε να περπατήσουμε μαζί του, στο χώμα που περπάτησε, σε κάθε στροφή, να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που συνάντησε, φιγούρες της ζωής που προσπερνάμε με βιασύνη, στην επανάληψη της καθημερινότητάς μας. 
Στην ποίηση του Φραγκίσκου Καλαβάση οι στίχοι μας καλούν να δούμε όσα δεν βλέπουμε. Πράγματι, ένας ποιητής αντιλαμβάνεται τους κραδασμούς και είναι ικανός να κάνει τους ανθρώπους να βλέπουν και να ακούν περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να δουν ή να ακούσουν χωρίς τη βοήθειά του. Έτσι, ο αναγνώστης περιπλανάται στους στίχους σαν σε γνωστά σοκάκια και συναντά οικείους ανθρώπους του μικρόκοσμού του, όπως αποτυπώνονται στη συγκεκριμένη ποιητική καθημερινότητα. 
Περιπλανώμενοι μπαίνουμε και στο σπιτάκι της κυρίας Ήβης:
Είναι όλες τους μοναχικά εκεί… κοιτάζοντας τη θέα των ονείρων τους...
Άλλοτε οι άνθρωποι δεν φαίνονται. Ίσως υπονοούνται. Ίσως η κλειστή πόρτα τους αντικαθιστά.
          Κανείς δεν γνώριζε τον αριθμό του σπιτιού, / μόνο την πράσινη πόρτα... / Τώρα η γειτονιά έχει αλλάξει, / Ποτέ δεν έλαβε τις ειδήσεις μας η πράσινη πόρτα, / Ποτέ δεν μάθαμε, τι απογίναμε...
            «Σημείο αναφοράς Άγνωστο» θα πει, προβάλλοντας την εικόνα του άλλου, του γείτονα που μπορεί να τον γνωρίζουμε ελάχιστα, αλλά που η ύπαρξή του συνδέεται τόσο με την ζωή μας. 
Οι ήρωες είναι οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, μορφές της λύπης, της πλωτής ελπίδας, ή του βωβού πόνου. Όμως τα βουβά, άγνωστα πρόσωπα μοιάζει να κάνουν τον πιο δυνατό θόρυβο στ’ αυτιά και την καρδιά του αναγνώστη. Γιατί οι λέξεις είναι ένας δρόμος. Αλλά οι σιωπές -πολλές φορές- είναι πιο δυνατές.
           Άγνωστα πρόσωπα, / τα προσπεράσαμε γρήγορα / αποφεύγοντας το βλέμμα τους. / -Ένα κορίτσι ανάμεσά τους / δεν έκλεισε τα μάτια του ποτέ.
       Κοντοστάθηκα. Γύρισα σελίδες, πήγα πίσω και ξαναδιάβασα άλλη μια φορά την τελευταία στροφή του ποιήματος με τίτλο Παράξενο:
             Πήρε το ξένο χέρι / για να σβήσει / τα μάτια / να μην κοιτάζουν πια / προς το μέσα του.
         Για μένα δεν ήταν παράξενο. Ήταν μάλλον αληθινό. Ίσως το κορίτσι να ήταν ‘ο άλλος’, ίσως να ήμουν εγώ. Ίσως ο καθένας από εμάς μέσα του, εκεί όπου:
         Η ομίχλη / μας εμπόδιζε να δούμε / κι άνοιγε τον χώρο της φαντασίας / προς την μεριά των φόβων.
           και θα συμπληρώσει, 
          Αβρόχοις ποσί
Βρέχει παντού 
πάνω και κάτω 
στις βαθύτερες σκέψεις 
τις μύχιες.
(…)
Τριγύρω οδύνη 
μα η ζωή παραμένει 
ρηχή.
Σε κανένα δεν δίνει 
εδώ κάτω 
χαρά η βροχή.
Και οι σταγόνες της βροχής κυλούν σαν σταγόνες μνήμης. Στιγμές που θέλει να τις θυμάται κανείς, ή που θέλει να τις ξεχάσει. Στιγμές μοναχικές, στιγμές μελαγχολικές. 
Η ποίησή του μοιάζει με το τραγούδι ενός μοναχικού παρατηρητή και ταξιδιώτη της ζωής. Ίσως να μην είναι τυχαία η εμφάνιση του ερημίτη στα ποιήματά του. Η εικόνα του ερημίτη έρχεται, χάνεται, ξαναεμφανίζεται σαν κρυφός αφηγητής, σαν αόρατος συνοδοιπόρος. Η μοναχικότητα των στιγμών που περιγράφει σε πολλά ποιήματα ίσως να χαρακτηρίζει τον ίδιο. Μια μοναχικότητα όχι με την έννοια της φυγής, μιας κίνησης απομάκρυνσης, όσο μιας κίνησης προς κάτι νέο -αφύπνιση των αισθήσεων, ανάπτυξη του νου και πνευματική ανάταση.
Ο λόγος του διακατέχεται από μια πνοή αλήθειας. Κι ενώ μοιάζει με μια εξιστόρηση, δεν βουλιάζει στην πεζολογία αλλά κατορθώνει να κινείται πέρα από την τριβή. Η ποίηση του Καλαβάση είναι μια παρατήρηση, αλλά και μια εξομολόγηση με συναισθήματα που ξεχειλίζουν από πρόσωπα που δεν μιλούν:

Τα γεγονότα τρόμαξαν όλη τη χώρα
λίγοι επέζησαν
και μια γυναίκα που ήταν στη σκιά των γεγονότων.
 (…)
Μόνο η δική της σιωπή
φέρνει λίγο χρώμα από την αλήθεια (…)
γράφει στο ποίημά του με τίτλο Το χρώμα της σκιάς,  και συνεχίζει στον Φαύλο κύκλο:
            Κοντοστέκεσαι / στις εκδοχές της ιστορίας διστάζεις / διαλέγεις / πάλι στην αυταπάτη της δικαίωσης / που σε είχε οδηγήσει στην ήττα. 
          Ο δημιουργός δείχνει μια αντιπάθεια για την περιττολογία, ενώ το ασαφές ιστορικό και χρονικό πλαίσιο δίνει μια διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του. Αποστασιοποιεί τους υπόγειους διδακτικούς απόηχους και επιλέγει να αναδείξει την ένταση της αφήγησης  μέσα από τη λιτότητα. Ωστόσο ο στίχος δεν είναι αποστεωμένος. Την ποιητική του έκφραση στολίζουν ποικιλότροπα εκφραστικά μέσα που πολλές φορές υποδηλώνουν την λεπτή ειρωνεία των λεγομένων.
Η ανατροπή και η αντίφαση φαίνεται να είναι στοιχεία κομβικής σημασίας στην ποίηση του Φραγκίσκου Καλαβάση. 
Μήπως όμως δεν είναι κομβικά στοιχεία της ίδιας της ζωής; 
Αντιφάσεις της ζωής
Αν δεν ήταν το σούρουπο / θα ήταν τα μάτια σου. / Αν δεν ήταν η θάλασσα / θα ήταν το γέλιο σου. / Αν δεν ήταν το ποίημα / θα ήσουν εδώ. 
Η διαχρονική ισχύς των λεγομένων του δημιουργού επιτρέπει ποικίλες αναγνώσεις. Ωστόσο, το ασαφές ιστορικό και χρονικό πλαίσιο της πρώτης ποιητικής συλλογής αντικαθίσταται από έναν αόριστο χρονικό προσδιορισμό στην παρούσα ποιητική συλλογή: μια Κυριακή. Ίσως μια οποιαδήποτε Κυριακή, εκείνη που ήρθε ή που προσμένουμε να έρθει. Μια Κυριακή που μπορεί να μην έρθει ποτέ.

             Ανατροπή.
Ακόμα και στις ανθρώπινες σχέσεις. Κυρίως εκεί.
            Κάθισαν πλάι σιωπηλά,
απέναντι μια άλλη χώρα 
απομακρυνόταν.
Χαϊδεύτηκαν μελαγχολικά, 
γύρω μια άλλη γλώσσα 
ακουγόταν.
Ονειρεύτηκαν πάντα κρυφά, 
το δικό τους όνειρο 
απαγορευόταν.
Χάθηκαν τελείως ξαφνικά, 
κάποιος πήρε τη φωτογραφία 
από εκεί που κρεμόταν.

Κρυμμένες αλήθειες και ανομολόγητοι έρωτες γύρω από μια φωτογραφία. Πρόσωπα που βγαίνουν από το πλαίσιο της στατικής εικόνας που τα περικλείει και χορεύουν στα μάτια μας έναν έρωτα χωρίς τέλος, μέχρι που ένα αδιόρατο χέρι ξεκρεμά την φωτογραφία.
Στα έργα του αναδεικνύεται ένας πηγαίος ερωτισμός που χαρακτηρίζεται περισσότερο ως ερωτισμός οραμάτων και λιγότερο ως ένα τραγικό πάθος. Για τον ίδιο τον καλλιτέχνη ο έρωτας εμπεριέχει την ηδονή, αλλά και τη θλίψη, οι σχέσεις στηρίζονται στη φυσική έλξη, αλλά και στη συνειδητή καλλιέργεια της επιθυμίας, καθώς η απουσία είναι αισθητά βασανιστική. Όπως στη Μεσογειακή συνομιλία, όπου το συμπαγές σώμα του κειμένου και το ύφος του λόγου υψώνουν στα μάτια μας κάτι τόσο αινιγματικά προκλητικό.
Ο έρωτας στα ποιήματα του Φραγκίσκου Καλαβάση είναι μια μαγνητική δύναμη που έλκει το ανεκπλήρωτο και έχει τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, της νοσταλγίας, της περιπάθειας, της τρυφερότητας. 
Στον κόσμο των μοναδικών στιγμών και των κρυφών ερωτικών επαναλήψεων ή όταν η αγάπη παίζει κρυφτό, όπου εσύ
την αναγνωρίζεις συνέχεια / και την ψάχνεις παντού / καθ' υποτροπή και κατ' επανάληψη. 
              Η ποικιλία της επανάληψης.
Ίσως αυτή να είναι και η γοητεία της επανάληψης.

ΜΑΡΙΑ ΚΛΑΔΑΚΗ



Δώρα Παρδάλη-Σωτρίλλη, Πνοές, ποίηση, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 74.

Ζεύγη αντιθέσεων είναι η ζωή την άνοιξη που στροβιλίζονται μες στην ερωτική μυρωδιά του μεσημεριού και μας θυμίζουν τα χρόνια που έφυγαν μ’ ανύποπτη γλυκάδα, σκεφτόμουν…

     Ξεκινούσε η Εβδομάδα των Παθών. Στην άλλη άκρη  του τηλεφώνου, η βραχνή φωνή της Δώρας Παρδάλη – Σωτρίλλη μου κοινοποιούσε την κυκλοφορία της νέας ποιητικής συλλογής της με τίτλο «ΠΝΟΕΣ», από τις εκδόσεις «Ζήτη» και με εξώφυλλο που φιλοτέχνησε η γνωστή ζωγράφος Ειρήνη Βαζούκου.

     Πόσες φορές η άνοιξη έχει δώσει εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς και συναισθηματικής φόρτισης στην Τέχνη, ξανασκεφτόμουν…
         Στον ενεστώτα χρόνο / το φως δεν κλείνει την πληγή / ούτε φεγγίζει την ψυχή / απογυμνώνει μόνο / την αθυμία των ημερών.
        Η Δώρα Παρδάλη κουβαλώντας τα συναισθήματα που δημιουργούν οι κοινωνικές αλλαγές κι ονειρευόμενη τους τρόπους βελτίωσης των υπαρχουσών συνθηκών, μας καθοδηγεί με περιγράμματα ποιητικά σ’ ένα κόσμο νοσταλγικό, σχεδόν ρομαντικό. Άλλωστε ο Ρομαντισμός υπήρξε ένα κίνημα ιδεολογικό του 19ου αιώνα, του οποίου οι επιρροές ψαύουν τη συνείδηση της νεοελληνικής κοινωνίας ως και τις μέρες μας. Με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, η Δώρα Παρδάλη παραθέτει με λεπτομερή ακρίβεια όλο το πλέγμα των γύρω της σχέσεων (οικογενειακών, φιλικών, ερωτικών, κοινωνικών, εξουσίας κ.λ.π.) και των προσώπων που παίρνουν μέρος σ’ αυτό το ποιητικό σύμπαν. Μια ζωή στο μικροσκόπιο της υπομονής. Μια ζωή αφιερωμένη στη γλώσσα και τη διδαχή και τα τελευταία χρόνια καταφύγιο της η ποίηση. Παρηγοριά κι ανάγκη λυτρωτική. 

Η νοσταλγία   
εξιδανικεύει   
τα μακρινά   
τα μέτρια   
τα απολεσθέντα   
τα αγαπημένα.  
     Στην τρίτη ποιητική συλλογή της Δώρας Παρδάλη (μετά τις «Κυψελίδες» το 2002 και τις «Ροές» το 2005), οι λέξεις έχουν ένα ειδικό βάρος και βοηθούν τα ίδια τα ποιήματα να επιδέχονται ερμηνείες μέσα από της συγκίνησης το απύθμενο κεφάλαιο. Η γλώσσα διατηρεί τη δική της οντολογία. Έχει μια ακτινοβολία ιδιαίτερη, όπως τα χρώματα ενός πίνακα εξπρεσιονιστικού. Οι στρωματώσεις των θεσμών και της παράδοσης βοηθούν την ίδια να βρει το κουράγιο να αναζητήσει τον προσωπικό της ήλιο, παραμερίζοντας όλα εκείνα τα γεγονότα και τις καταστάσεις που τον στραγγαλίζουν. 
      Υγρασία, υγρασία / ας βγει ο ήλιος / να με φλογίσει / να με ξυπνήσει / απ' την αθέλητη νάρκη μου / να με κεράσει χάδι για γλυκό / ν' αχνοφανεί ξανά / το γέλιο το απίκραντο.
       Η ίδια η δημιουργός πιστεύοντας πως η τέχνη της ποίησης πρέπει να ακολουθεί την επικαιρότητα, μας παρουσιάζει δείγματα που συνάδουν με τη σκληρή πραγματικότητα όπου «τα παιδιά μαθαίνουν αριθμητική καθώς μετρούν τα φέρετρα των φίλων τους», στης Ανατολής τα μέρη και οι άμαχοι βιώνουν τη δυστυχία, την απανθρωπιά «κλαίγοντας χωρίς δάκρυα» και υπομένοντας «το τσαλάκωμα της Ειρήνης». Ο κύκλος της βίας δε σταματά ποτέ. Εκτός κι αν αποφασίσει ο τελευταίος κρίκος αυτής της αλυσίδας να τη σπάσει μια για πάντα.
     Η Δώρα Παρδάλη προσεγγίζει όμως με τρυφερότητα τη σοφία του ελληνικού λαού που γνωρίζει πώς να ελαφραίνει τις πληγές που του δημιούργησαν οι άλλοι σκορπώντας γύρω του «μέρες της μεγάλης κατήφειας».
     Ξηλωμένα παράσημα τα προσόντα / του λαού / και οι αξίες μετανάστευσαν. Άλλοτε οπτασιάζεται και σιγοψιθυρίζει: Ψηλά στο περβάζι άνθρωποι / νέοι με χέρια κρεμασμένα / σαν κλαδιά, λες και ικετευαν / μ' εκείνα τα μάτια τα θλιμμένα.
       Είναι η λυτρωτική άυλη στιγμή που υλοποιείται η ελπίδα με τη βοήθεια της πίστης μέσα από την προσευχή. Προσδοκώντας το θαύμα, οδηγείται συχνά σε μια εκ βαθέων παράκληση:
           Παγιδευμένοι / στην ανυποληψία των ημερών / κλειστά τα φωτεινά χαμόγελα. /
Όλο και λιγοστεύει το άκουσμα / της καλημέρας. / Μέρες θλίψης  
.........................
           Αγωνία...Αδιέξοδο...
            
      Κι άλλοτε εκστασιασμένη από την αταραξία, διαλογίζεται σε δειλινά ευήλια. Είναι οι χρυσές στιγμές του τοπίου που μας χαρίζει το νησιωτικό σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου, εκεί όπου η θάλασσα γυμνάζεται με υπομονή και μας στέλνει τη δροσιά των αλέκιαστων μηνυμάτων της. 
          Καθισμένη στο βράχο αγναντεύω / το απέραντο γαλάζιο. / θαλερό πράσινο γύρω μου / κίτρινα μουσχουράκια / ξεμυτίζουν ανάμεσα στους θάμνους / ευωδιάζοντας τους κάλυκες. / Βιάζονται να γίνουνε στεφάνι.
    
      Κι όταν αλαφρώσει η ψυχή και γίνει σωστό θαλασσοπούλι ξαναμετράει με ακρίβεια τις αλήθειες της ζωής, μεταλαβαίνοντας ουρανό κι ανταποδίδοντας ευγνωμοσύνη.
     Τα ποιήματα-τοπία παρατίθενται ως βασικός παράγοντας του ίδιου του ανθρώπου και του πολιτισμού. Σε εποχές υπέρμετρης λατρείας της τεχνολογίας, ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση του, γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρος. Η Δώρα Παρδάλη ταξιδεύει αντιμέτωπη με τα συντρίμμια του καιρού μας κι ονειρεύεται τη ζωή μ’ ένα άλλο οικοσύστημα.     

Σε περιπάτους έμπνευσης   
μέσα στ’ άγρια βοτάνια   
στα σκίνα και στα κυκλάμινα   
έγραψε την «Ηλακάτη»   
η Ήριννα. Μέσα σ’ αυτή   
τη μοσχοβολιά,   
τη λουλουδένια επιφάνεια,   
τη χάρη, τη μαγεία,   
την επίγεια.  
     Βέβαια όλη μας η ζωή, οι επιλογές μας, τα διαβάσματά μας, οι σκέψεις μας παίζουν σημαντικό ρόλο στη στάση μας απέναντι στις δύσκολες συγκυρίες που παρουσιάζονται. Μόνο που χρειαζόμαστε όλοι τα στηρίγματά μας. Από τους φίλους μέχρι το πολιτικό τοπίο. Δίχως τη δημιουργία κατάλληλων πνευματικών βιότοπων, όπου ανθίζουμε, μπορούμε εύκολα να μαραθούμε σταδιακά. Κι ας μη ξεχνάμε πως στη λεπτομέρεια κρίνονται και κρύβονται όλα.
     Το ποιητικό έργο «ΠΝΟΕΣ» είναι μια δοκιμασία που μοιράζεται ανάμεσα στα όρια της επιθυμίας, της πραγματικότητας και της γραφής. Η Δώρα Παρδάλη περνά διαδοχικά μέσα από διάφορα «εγώ», όπως π.χ. από σώμα που πάσχει σε σώμα που πράττει και ξαναβιώνει συναισθήματα και πράξεις που έχουν ήδη συντελεστεί «εκεί και τότε». Σε μια Ελλάδα προγενέστερη, σ’ ένα Λονδίνο Ελισαβετιανό, σε μια έρημο αλαργινή, όπου τα σφαχτάρια της στέπας δεν έχουν ηλικία…
     Η Δώρα Παρδάλη ως φιλόλογος, επιλέγει ως μότο σε κάποια ποιήματά της αποφθέγματα των αρχαίων, όπως του Ηράκλειτου (που δεν εξηγεί σοφά μόνο τον ύπνο, αλλά και τον πόλεμο), του Σοφοκλή, της Σαπφούς κ.λ.π. που κάνουν κύκλους διαδοχικούς και μας οδηγούν στο σύμβολο της αιώνιας ομορφιάς, την αγάπη. Ζωντανεύει τα μέσα για μια ισχυρότερη ενόραση του κόσμου, ο οποίος παρά τις δυσκολίες δεν θα πάψει ποτέ να είναι μια ξέφρενη σπατάλη συναισθημάτων.
     Τελειώνοντας θα ήθελα να επαναλάβω μαζί με το Νίτσε: «Κι αν σου λείψουνε πια, αγαπητή μας κυρία Δώρα, όλες οι σκάλες πρέπει να μάθεις ν’ ανεβαίνεις πάνω στο ίδιο το πνεύμα σου. Πώς αλλιώς θα ήθελες ν’ ανέβεις ψηλότερα;»

ΣΟΥΛΕΪΜΑΝ ΑΛΑΓΙΑΛΗ-ΤΣΙΑΛΙΚ



Μυρτώ Βαξεβάνη, Πρακτικά έρωτος, ποίηση, εκδόσεις Ars Poetica, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 75.

Το παρόν βιβλίο είναι το πρώτο ποιητικό έργο της Μυρτώς Βαξεβάνη, με τίτλο «Πρακτικά Έρωτος». Ας μου επιτραπεί να μιλήσω ως αναγνώστης – ως ένας κριτικός φίλος των ποιημάτων της Μυρτώς μιας και κατά την σύνθεση της συλλογής είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την επώαση ορισμένων ψηφίδων της. Έχοντας επομένως, επισκεφθεί τα «Πρακτικά Έρωτος» εκ νέου - μιας και η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη που την κοιτάμε και μας κοιτά στα μάτια, ζητά από μέρους μας μία σχέση εξακολουθητική και γόνιμη - , θα ήθελα να εστιάσω σε τρεις παραμέτρους του έργου που μας τροφοδοτούν με διόλου ευκαταφρόνητα κλειδιά και αντικλείδια εισόδου και περιδιάβασης του ποιητικού του σώματος. H πρώτη αφορά την γλώσσα και το ύφος των ποιημάτων της Μυρτώς, η δεύτερη, τη σχέση της γραφής της με ό,τι αποκαλούμε βίωμα και πιο συγκεκριμένα, βίωμα ερωτικό και η τρίτη, στη στάση που διαμορφώνει ως νέα ποιήτρια απέναντι στην τέχνη της.
Ας ξεκινήσουμε από τη γλωσσική σκευή των ποιημάτων της Μυρτώς. Εδώ προ-απαιτείται μία λεπτή, αλλά απαραίτητη κατά τη γνώμη μου διάκριση: μεταξύ του τρόπου που η γράφει η Μυρτώ ως ποιήτρια – πρώτη ομιλήτρια, ως δηλαδή δημιουργός ενός λόγου-πομπού που αρθρώνεται με ιδίαν βούληση σε πρώτο χρόνο, και των μέσων που μετέρχεται από την άλλη ως ποιήτρια – αντιφωνήτρια, ως φωνή, δηλαδή που αποκρίνεται σε κάποιο άλλο πρόσωπο που είχε το προνόμιο του πρώτου βήματος σε έναν μεταξύ τους διάλογο.
Ο πρώτος τρόπος της Μυρτώς μαρτυρεί στενή μαθητεία στα γλωσσικά μονοπάτια που έχει ανοίξει, επί παραδείγματι, με τα ωριμότερα έργα της η Κική Δημουλά: «Το νόημα κόπηκε της σύντομης ζωής της / σαν το σγουρόμαλλο κεφάλι της / το χάιδεψε η λαιμητόμος λογική σου» (Μεταστάσα στιγμή, σ. 44) «Με κατηχεί η Θεά βροχή. / Είσοδος δραματική στο τέλος μέρας ανάδρομης θεαματικά εξασφαλίσθη / από αδένες δακρυγόνους, / αρκούντως νεφελώδεις και κρυψίνοες» (Pathetic fallacy, σ. 63). Κι, ευτυχώς, όχι μόνον της Δημουλά: στη χρήση των επιθέτων, λόγου χάριν, ηχούν, κι όχι μόνο στο βάθος, συχνότητες, στις οποίες ανεβοκατέβηκε, όχι σπάνια, μία φωνή πολύ διαφορετική της Δημουλά, τόσο σε τονικότητα, όσο και σε λεκτικούς χυμούς όπως, εν προκειμένω, του Οδ. Ελύτη: «ακτέριστη ταφή» (σ. 62), «ανήκεστος βλάβη» (σ. 61) «Ω, τα άλκιμα ταξίδια των ακτιδερών του άκρων». Άλλωστε στους εναρκτήριους στίχους του ίδιου ποιήματος (Έσσεται ήμαρ, σ. 64) ρητά η Μυρτώ δηλώνει: «Ω, ο ήλιος ο πρώτος, / ο ήλιος ο ηλιάτορας πατήρ μου». Θα άξιζε, θαρρώ, να συνδηλώσουμε στη διαμόρφωση αυτού του μεικτού γλωσσικού χώρου όπου αναδύονται τα ποιήματα της συλλογής και τη λειτουργία του επιρρήματος, αυτή τη φορά έλκουσα την καταγωγή της από την καβαφική όρχηση: «Ωραία που ήταν, άνω, ψηλά, / ευάερα, ευήλια» (Ατελές, σ. 47) «Και πάλι στα εντός / υγρή, γλυκιά εμμονή στο μάγουλο επιστρέφει. / Έξω είναι εδώ και μέσα εκεί. / Η φύση δε λαθεύει» (Pathetic fallacy, σ. 63).
Είναι, νομίζω, ήδη σαφές, πως η φωνή των «Πρακτικών Έρωτος» δεν επαναπαύεται σε μονότροπες γλωσσικές λύσεις. Δεν θέλει να εξαντληθεί σε μία μονοκοντυλιά δημοτικής, είτε σε μία υπαναχώρηση της σε λόγιες ευκολίες – χάριν ενός ορισμένου εντυπωσιασμού ίσως, που δεν είναι ασυνήθιστος στις μέρες μας. Η σχέση της με τη γλώσσα είναι πρωτεϊκής υφής. Μεταμορφώνεται κατά το ύψος ή το βάθος του στίχου – αναπλάθεται ανάλογα με τη θερμοκρασία που επιδιώκει να αποδώσει στην εκάστοτε στροφή της. Τούτο εκτιμώ, πως λειτουργεί με μεγαλύτερη διαύγεια και δραστικότητα στα ποιήματα – αντιφώνησης της συλλογής, όπως θα μπορούσαμε να τα πούμε χάριν της αφετηριακής μας διάκρισης: στα ποιήματα όπου αποκρίνονται άλλοτε σε έναν κρυφό, το πιο συχνά όμως σ’ έναν δηλωμένο συνομιλητή, συνοδοιπόρο της ποιήτριας.
Σε αυτά τα ποιήματα η Μυρτώ ενδύεται στοιχεία από το ύφος και το γλωσσικό στίγμα των ίδιων αυτών προσώπων, στα οποία απευθύνεται – ιδού ορισμένα δείγματα γραφής: «Για πού το βαλε η καρδιά μου μ’ ανοιχτά πανιά; / Την αλήθεια σου να ψαύσει σε απουσία βασιλιά.» (Υπενθύμιση, σ. 15) η επωδός «Δε θα αγαπήσω / Δε θα αγαπήσω» στο ποίημα «Ο ασυγχώρητος» (σ. 45), ή ολόκληρα εδάφια από τα ποιήματα «Μήνις ασθμαίνουσα» (σ. 60), «Απόστροφος» (σ. 27) ή «Αστερούσια» (σελ. 25). Είναι επομένως, θα έλεγε κάποιος, εκ των ουκ άνευ – ή όπως θα το περιέγραφε κάποιος άλλος, υποδεικνύοντας την σαφήνεια του τίτλου του ίδιου του βιβλίου «Πρακτικά έρωτος», επιβεβλημένο το να μας απασχολήσει η σχέση της γραφής της Μυρτώς με ό,τι αποκαλούμε βίωμα και μάλιστα, βίωμα ερωτικό.
Ο έρωτας μέσα στα ποιήματα της Μυρτώς είναι γεγονός πληθυντικό: άλλοτε ένωση ή θαύμα – «το θαύμα το θεόρατο: / σαν βάζει σκάλα ο επουράνιος τον πάνδημο να βρει» (Συγκ-Ερασμός, σ. 37), κι άλλοτε τυφλότητα, πτώση, βάθος ζοφερό: «Περπάτησα στον έρωτα, τυφλή, μαργιολεμένη» (Σε χρόνο αόριστο, σ. 58). Όμως, είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο έρωτας για την Μυρτώ, είναι ξεκάθαρα βιοτέος – γεγονός που αξίζει κανείς να τον ζει εξακολουθητικά στο κορμί, θα προσέθετα, στο ατέρμονο και ποικίλο μας γίγνεσθαι, επομένως και στο μελάνι και στο σκαλισμένο μας με ποιήματα χαρτί: «Οι φλέβες μας / δεν μας ανήκουν. // Δρόμοι για να περνάει ο έρωτας.» (Παραπεμπτικό, σ. 38).
«Να εκραγώ σε εκατομμύρια ερωτόνια, / να φτάσω να σου φορέσω φώσφορο» (Άφιξη, σ. 38)
Και η ποίηση – ποια η λειτουργία της σε αυτή την κοσμογονία; Να την καταγράφει εν είδει πρακτικών ως σαρωτής ενός ορισμένου φωτοτυπικού μηχανήματος ή ως ανασύνθεση, ως μια δεύτερη, με άλλα λόγια, κοσμογονία, ομογάλακτη και ικανή να αποδώσει την ερωτική; Εδώ σημειώνεται, κατά τη γνώμη μου, η κορύφωση των όσων εντοπίζει μέχρι στιγμής μέσα στην ποιητική πράξη η Μυρτώ ως μία νέα τεχνίτρια του στίχου – ενός στίχου που σε ορισμένες περιπτώσεις, να μην το προσπεράσουμε αυτό αστόχαστα, ξεδιψάει τα χείλη του στα νερά του ατόφιου τραγουδιού, ή όπως πιο ανάγλυφα δηλώνει η ίδια: «στο γιώτα και στο ρω πίνω νερό» (Σώματα, σ. 72). Ναι, η ποιητική πράξη – ενέχει το σπέρμα της μεταμόρφωσης, το πρωτοκύτταρο μιας κοσμογονίας εν εξελίξει («Μίλησε γλώσσα, μίλησε / αν τώρα εσύ τολμάς. / Στα ανείπωτα δώσε φωνή / και τα κρυμμένα ξέθαψε» – Forte, σ. 73) και ακριβώς γι’ αυτό αναγνωρίζεται ως «ιδανικό τροχιοδεικτικό / σε κάθε πόλεμο και ειρήνη του μυαλού μου» (Jouissance, σ. 70).


ΠΑΝΟΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ


 [1η δημοσίευση: τεύχος 13]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου